βασιλοπρεπής

βασιλοπρεπής
-ές
1. αυτός που αρμόζει σε βασιλιά, ο βασιλικός
2. αρχοντικός, μεγαλοπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς + -πρεπής < πρέπω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Νικ. Δραγούμη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”